πεντάπρακτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πεντάπρακτος, -η, -ο
- (θέατρο) που αναπτύσσεται σε πέντε πράξεις
- (ουσιαστικοποιημένο) πεντάπρακτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πεντάπρακτος
|