πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πασουμάκι τα πασουμάκια
      γενική
    αιτιατική το πασουμάκι τα πασουμάκια
     κλητική πασουμάκι πασουμάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πασουμάκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πασουμάκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική paşmak / başmak + με ανάπτυξη φωνέντος [u] [1] < σημασία στα παλαιά τουρκικά: μοσχάρι ενός έτους (για το δέρμα του, υλικό για μαλακά υποδήματα)[2] Θεωρήθηκε υποκοριστικό λόγω της κατάληξης >  δείτε τη λέξη πασούμι

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. πασουμάκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πασουμάκι ουδέτερο

  • (υπόδηση) είδος υποδημάτων
      17ος αιώνας, Λεηλασία της παροικίας της Πάρου, Κρητικό ποίημα, ανωνύμου, στίχ. 569 (569-570)
    Βγάνει τὰ πασουμάκια του, σαλτάρει
    στὴ θάλασσα, πὼς τάχα τσὶ ἀιδάρει.
    Εμμανουήλ Κριαράς, (επιμ.), Λεηλασία της παροικίας της Πάρου. Κρητικό ποίημα του 17ου αιώνα, Εκδοτικός Οίκος: Τύποις Παρασκευά Λεώνη, Αθήνα 1938, σελ. 30

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία
  • πασουμάκια (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)