Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρασυναγωγή οι παρασυναγωγές
      γενική της παρασυναγωγής των παρασυναγωγών
    αιτιατική την παρασυναγωγή τις παρασυναγωγές
     κλητική παρασυναγωγή παρασυναγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρασυναγωγή < ελληνιστική κοινή παρασυναγωγή < παρά + αρχαία ελληνική συναγωγή < συνάγω < σύν + ἄγω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρασυναγωγή θηλυκό

  1. (θρησκεία) μυστική συνάθροιση εκκλησιαστικών και λαϊκών προσώπων, με σκοπό την τέλεση ιεροπραξίας, παρά την αντίθετη γνώμη του οικείου μητροπολίτη και σε αντίθεση με τις εκκλησιαστικές διατάξεις
  2. (θρησκεία) αντικανονική ή παράνομη σύνοδος εκκλησιαστικών και λαϊκών προσώπων
  3. (κατ’ επέκταση) μυστική ή εξωθεσμική συνάθροιση μελών μιας πολιτικής, κοινωνικής ή άλλης οργάνωσης

  Μεταφράσεις επεξεργασία