Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωθεσμικός η εξωθεσμική το εξωθεσμικό
      γενική του εξωθεσμικού της εξωθεσμικής του εξωθεσμικού
    αιτιατική τον εξωθεσμικό την εξωθεσμική το εξωθεσμικό
     κλητική εξωθεσμικέ εξωθεσμική εξωθεσμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωθεσμικοί οι εξωθεσμικές τα εξωθεσμικά
      γενική των εξωθεσμικών των εξωθεσμικών των εξωθεσμικών
    αιτιατική τους εξωθεσμικούς τις εξωθεσμικές τα εξωθεσμικά
     κλητική εξωθεσμικοί εξωθεσμικές εξωθεσμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξωθεσμικός < έξω + θεσμικός

  Επίθετο επεξεργασία

εξωθεσμικός, -ή, -ό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία