αντιθεσμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααντιθεσμικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που είναι αντίθετος με τους θεσμούς ή ενάντια σ' αυτούς
- ※ Ο ευρωπαϊσμός για τη σύγχρονη, δημοκρατική, μεταρρυθμιστική, ευρωπαϊκή Αριστερά έχει ως πρωταρχικό θεμελιώδες συστατικό την ενίσχυση του φεντεραλισμού, της αντιπροσωπευτικότητας και της δημοκρατίας, σαν αντίβαρο στη συντηρητική, αντιθεσμική πολιτική των κυρίαρχων διευθυντηρίων. (Εφημερίδα των Συντακτών, 28/5/2015)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντιθεσμικός
|