↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φεντεραλισμός οι φεντεραλισμοί
      γενική του φεντεραλισμού των φεντεραλισμών
    αιτιατική τον φεντεραλισμό τους φεντεραλισμούς
     κλητική φεντεραλισμέ φεντεραλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φεντεραλισμός < αγγλική federalism

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φεντεραλισμός αρσενικό

  • η πολιτική θεωρία που υποστηρίζει την ομοσπονδιοποίηση της πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης μιας χώρας

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία