φεντεραλιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φεντεραλιστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φεντεραλιστής αρσενικό (θηλυκό φεντεραλίστρια)
- ο υποστηρικτής του φεντεραλισμού
Μεταφράσεις επεξεργασία
φεντεραλιστής
|