↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φεντεραλιστικός η φεντεραλιστική το φεντεραλιστικό
      γενική του φεντεραλιστικού της φεντεραλιστικής του φεντεραλιστικού
    αιτιατική τον φεντεραλιστικό τη φεντεραλιστική το φεντεραλιστικό
     κλητική φεντεραλιστικέ φεντεραλιστική φεντεραλιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φεντεραλιστικοί οι φεντεραλιστικές τα φεντεραλιστικά
      γενική των φεντεραλιστικών των φεντεραλιστικών των φεντεραλιστικών
    αιτιατική τους φεντεραλιστικούς τις φεντεραλιστικές τα φεντεραλιστικά
     κλητική φεντεραλιστικοί φεντεραλιστικές φεντεραλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φεντεραλιστικός < από το ουσιαστικό φεντεραλισμός

  Επίθετο

επεξεργασία

φεντεραλιστικός, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία