Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραξυλόλιο τα παραξυλόλια
      γενική του παραξυλολίου
παραξυλόλιου
των παραξυλολίων
    αιτιατική το παραξυλόλιο τα παραξυλόλια
     κλητική παραξυλόλιο παραξυλόλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραξυλόλιο < παρα- + ξυλόλιο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική paraxylene)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραξυλόλιο ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία