μεθύλιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μεθύλιο | τα | μεθύλια |
γενική | του | μεθυλίου & μεθύλιου |
των | μεθυλίων |
αιτιατική | το | μεθύλιο | τα | μεθύλια |
κλητική | μεθύλιο | μεθύλια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεθύλιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική méthyle < αρχαία ελληνική μέθη + ὕλη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεθύλιο ουδέτερο