μεθυλένιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεθυλένιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική méthylène[1] [2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική methylene[1] < αρχαία ελληνική μέθυ + ὕλη
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεθυλένιο ουδέτερο
Υπερώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μεθυλένιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεθυλένιο
- ↑ 1,0 1,1 μεθυλένιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ μεθυλένιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας