παραξυλένιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραξυλένιο < παρα- + ξυλένιο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική paraxylene)
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραξυλένιο ουδέτερο
- (χημεία) άλλη μορφή του παραξυλόλιο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραξυλένιο
|