παρακλινικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρακλινικός < παρα- + κλινικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική paraclinical[1])
Επίθετο επεξεργασία
παρακλινικός
- (ιατρική) που έχει σχέση με εξετάσεις που γίνεται σε διάφορα εργαστήρια (μικροβιολογικό, ακτινολογικό κ.λπ.) ή αναφέρεται σ’ αυτές
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρακλινικός
- ↑ παρακλινικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)