↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρακλινικός η παρακλινική το παρακλινικό
      γενική του παρακλινικού της παρακλινικής του παρακλινικού
    αιτιατική τον παρακλινικό την παρακλινική το παρακλινικό
     κλητική παρακλινικέ παρακλινική παρακλινικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρακλινικοί οι παρακλινικές τα παρακλινικά
      γενική των παρακλινικών των παρακλινικών των παρακλινικών
    αιτιατική τους παρακλινικούς τις παρακλινικές τα παρακλινικά
     κλητική παρακλινικοί παρακλινικές παρακλινικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρακλινικός < παρα- + κλινικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική paraclinical[1])

  Επίθετο

επεξεργασία

παρακλινικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. παρακλινικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)