παρακινδύνευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρακινδύνευση | οι | παρακινδυνεύσεις |
γενική | της | παρακινδύνευσης* | των | παρακινδυνεύσεων |
αιτιατική | την | παρακινδύνευση | τις | παρακινδυνεύσεις |
κλητική | παρακινδύνευση | παρακινδυνεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρακινδυνεύσεως Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παρακινδύνευση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρακινδύνευ(σις) + -ση < παρακινδυνεύω. Μορφολογικά αναλύεται σε παρα- + κινδύνευση.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾa.cinˈði.nef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐κιν‐δύ‐νευ‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρακινδύνευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παρακινδυνεύω, πολύ επικίνδυνη ενέργεια
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις διακινδύνευση, ριψοκινδύνευση, τόλμημα και αποκοτιά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παρακινδύνευση
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)