Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρακινδύνευσῐς αἱ παρακινδυνεύσεις
      γενική τῆς παρακινδυνεύσεως τῶν παρακινδυνεύσεων
      δοτική τῇ παρακινδυνεύσει ταῖς παρακινδυνεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παρακινδύνευσῐν τὰς παρακινδυνεύσεις
     κλητική ! παρακινδύνευσῐ παρακινδυνεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρακινδυνεύσει
γεν-δοτ τοῖν  παρακινδυνευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρακινδύνευσις < παρακινδυνεύ(ω) + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρακινδύνευσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία