παραιτούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾeˈtu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ραι‐τού‐με‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαπαραιτούμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
- μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος παραιτούμαι
- ⮡ Ο υπουργός, παραιτούμενος του αξιώματός του, προέβη στις ακόλουθες δηλώσεις.
Συγγενικά
επεξεργασία- παραιτημένος
- → δείτε και παρ-, αιτούμαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραιτούμενος
|