παραιτημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραιτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παραιτώ, παραιτούμαι
Μετοχή
επεξεργασίαπαραιτημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη παραιτώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παραιτημένος
|