↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παράξυλο τα παράξυλα
      γενική του παράξυλου των παράξυλων
    αιτιατική το παράξυλο τα παράξυλα
     κλητική παράξυλο παράξυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παράξυλο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα παράξυλον (μαρτυρείται από το 1858)[1][2] παρά- + ξύλο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /paˈɾa.ksi.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρά‐ξυ‐λο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παράξυλο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. παράξυλον - σελ. 12 - Λεωνίδας Παλάσκας, Αλέξανδρος Κουμελάς, Φίλιππος Ιωάννου, Ονοματολόγιον ναυτικόν. Εν Αθήναις: Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1884 [Εισαγωγή, υπογεγραμμένη το 1858] @anemi
  2. παράξυλον - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  • παράξυλο - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.