Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παράξυλον (ήδη από το 1858)[1] → και δείτε τη λέξη παράξυλο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παράξυλον ουδέτερο

  Αναφορές επεξεργασία

  1. παράξυλον - σελ. 12 - Ονοματολόγιον ναυτικόν. Εν Αθήναις: Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1884 [Εισαγωγή, υπογεγραμμένη το 1858] @anemi