πανζουρλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πανζουρλισμός < παν- + ζούρλα + -ισμός
- Πρωτοαπαντά το 1896 (Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ. Β, σελ. 764)
Ουσιαστικό επεξεργασία
πανζουρλισμός αρσενικό
- συνθήκες αναστάτωσης, σύγχυσης και αναταραχής, που προκαλούνται από ενέργειες ή αντιδράσεις πολλών
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ζούρλα