παμμήτωρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παμμήτωρ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παμμήτωρ
Επίθετο
επεξεργασίαπαμμήτωρ θηλυκό
- (απαρχαιωμένο) αναφορά στον αρχαίο όρο παμμήτωρ
- ※ Επειδή, προφανώς, η παμμήτωρ Ελληνική, ήτοι ακένωτη μήτρα και μητέρα γλωσσών και δη των δυτικοευρωπαϊκών
- Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή «Παμμήτωρ Ελληνική Γλώσσα», Η Σημερινή της Κυριακής, 22/2/2015
- ※ Επειδή, προφανώς, η παμμήτωρ Ελληνική, ήτοι ακένωτη μήτρα και μητέρα γλωσσών και δη των δυτικοευρωπαϊκών
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παμμήτωρ | αἱ | παμμήτορες |
γενική | τῆς | παμμήτορος | τῶν | παμμητόρων |
δοτική | τῇ | παμμήτορῐ | ταῖς | παμμήτορσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | παμμήτορᾰ | τὰς | παμμήτορᾰς |
κλητική ὦ! | παμμῆτορ | παμμήτορες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παμμήτορε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παμμητόροιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαμμήτωρ θηλυκό
- η μητέρα των πάντων (όπως της γης)
- αληθινή μητέρα
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Σοφοκλής, Αντιγόνη, στίχ. 1281 @greek-language.gr
- γυνὴ τέθνηκε, τοῦδε παμμήτωρ νεκροῦ
- η γυναίκα [σου] πέθανε, μητέρα αληθινή ετούτου του νεκρού
- Σκηνή: ο άγγελος αναγγέλλει στον Κρέοντα την αυτοκτονία της μητέρας τού νεκρού Αίμονα
- Κριτική κειμένου. Ο σχολιαστής γράφει: ἡ κατὰ πάντα μήτηρ (που δεν άντεξε το θάνατο του γιου της). Νεότεροι φιλόλογοι γράφουν, είτε παμμήτωρ, είτε παμμήστωρ (Μιστριώτης, Γεώργιος (επιμ.) Σοφοκλέους τραγωδίαι. Αντιγόνη. 1874 σελ.245 Τόμοι 9-10 του Poetarum Graecorum sylloge Επίσης, το σχόλιο @perseus.tufts.edu)
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Σοφοκλής, Αντιγόνη, στίχ. 1281 @greek-language.gr
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- παμμήτωρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παμμήτωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.