παλέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παλέτα | οι | παλέτες |
γενική | της | παλέτας | των | παλετών |
αιτιατική | την | παλέτα | τις | παλέτες |
κλητική | παλέτα | παλέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παλέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική palette < παλαιά γαλλική palete < pale < λατινική palidus < palleo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pel- (γκρι)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈle.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λέ‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαλέτα θηλυκό
- εργαλείο ζωγράφου που αποτελείται από μία επιφάνεια, συνήθως σχήματος ωοειδούς, με τρύπα στην οποία περνιέται ο αντίχειρας και στην οποία ο ζωγράφος τοποθετεί διάφορα χρώματα για να τα χρησιμοποιεί εύκολα όταν ζωγραφίζει
- βάση για τοποθέτηση αντικειμένων η οποία έχει κενό από κάτω ώστε να μπορούν να τοποθετηθούν τα πηρούνια ανάλογου μηχανήματος για να μετακινείται
- (κατ’ επέκταση) ποσότητα υλικού που μπορεί να τοποθετηθεί σε μία παλέτα (2)
- (πληροφορική) ομάδα χρωμάτων τα οποία χρησιμοποιούνται σε μία εικόνα