παλέτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παλέτσα | οι | παλέτσες |
γενική | της | παλέτσας | των | παλετσών |
αιτιατική | την | παλέτσα | τις | παλέτσες |
κλητική | παλέτσα | παλέτσες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παλέτσα < μεσαιωνική ελληνική παλέτσα < ιταλική pagliaccia < paglia < λατινική palea < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pel- (πάτωμα, σκόνη)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαλέτσα θηλυκό
- (ιδιωματικό) το λιόπανο, ύφασμα που στρώνεται κάτω από το δέντρο της ελιάς για το μάζεμα του ελαιοκάρπου
Μεταφράσεις
επεξεργασία παλέτσα
|