Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πέργκολα οι πέργκολες
      γενική της πέργκολας των περγκολών
    αιτιατική την πέργκολα τις πέργκολες
     κλητική πέργκολα πέργκολες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Πέργκολα στην Κοιλάνι Κύπρου

  Ετυμολογία επεξεργασία

πέργκολα < (άμεσο δάνειο) ιταλική pergola < λατινική pergula < pergo < per + rego < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃réǵeti < *h₃reǵ-- (ευθυγραμμίζω, ισιώνω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πέργκολα θηλυκό

  1. καφασωτή κατασκευή πάνω στην οποία πλέκονται αναρριχώμενα φυτά και χρησιμοποιείται για σκίαση ή για διαχωριστικό
  2. είδος ανοιγοκλειόμενης τέντας
  3. αυθαίρετες κατασκευές

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία