πέργολα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πέργολα | οι | πέργολες |
γενική | της | πέργολας | — | |
αιτιατική | την | πέργολα | τις | πέργολες |
κλητική | πέργολα | πέργολες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πέργολα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πέργουλα / περγουλέα (υποθετικός τύπος *πέργολα) < λατινική pergula (γείσο, στέγαστρο) (> ιταλική pergola > πέργκολα)[1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpeɾ.ɣo.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πέρ‐γο‐λα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπέργολα θηλυκό
- άλλη μορφή του πέργκολα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πέργολα
→ δείτε τη λέξη πέργκολα |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πέργολα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.