πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οφθαλμιατρείο τα οφθαλμιατρεία
      γενική του οφθαλμιατρείου των οφθαλμιατρείων
    αιτιατική το οφθαλμιατρείο τα οφθαλμιατρεία
     κλητική οφθαλμιατρείο οφθαλμιατρεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
οφθαλμιατρείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὀφθαλμιατρ(εῖον) (< οφθαλμίατρ(ος)) + -είο. Μορφολογικά αναλύεται σε οφθαλμ- + -ιατρείο < αρχαία ελληνική ὀφθαλμός & ἰατρεῖον
ΔΦΑ : /o.fθal.mi.aˈtɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οφθαλμιατρείο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

οφθαλμιατρείο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία