Δείτε επίσης: τυφλοκομεῖον
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τυφλοκομείο τα τυφλοκομεία
      γενική του τυφλοκομείου των τυφλοκομείων
    αιτιατική το τυφλοκομείο τα τυφλοκομεία
     κλητική τυφλοκομείο τυφλοκομεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τυφλοκομείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα τυφλοκομ(εῖον) (μαρτυρείται από το 1853)[1][2] + -είο. Μορφολογικά αναλύεται σε τυφλ(ός) + -ο- + -κομείο.[3] Δείτε και τη μεσαιωνική ελληνική τυφλοκομεῖον.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ti.flo.koˈmi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τυ‐φλο‐κο‐μεί‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τυφλοκομείο ουδέτερο

  1. άσυλο ή ίδρυμα όπου ζουν τυφλοί
  2. (παρωχημένο) οφθαλμιατρείο, όπως η παλαιότερη ονομασία του Οφθαλμιατρείου Αθηνών
    ※  1900 - Στέφανος Κουμανούδης, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων[1]
    τυφλοκομεῖον - Οὔτως ὀνομασθὲν κατ’ ἀρχὰς τὸ ἐν Ἀθήναις ἱδρυθὲν κατάστημα, ὕστερον ἐπεγράφη «ὀφθαλμιατρεῖον.» ἀλλ’ ὁ κόσμος ὅλος τὸ λέγει μέχρι σήμερον τυφλοκομεῖον.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 σελ. 1020, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. τυφλοκομεῖον -  Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  3. τυφλοκομείο - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.