Δείτε επίσης: οὐτιδανός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουτιδανός η ουτιδανή το ουτιδανό
      γενική του ουτιδανού της ουτιδανής του ουτιδανού
    αιτιατική τον ουτιδανό την ουτιδανή το ουτιδανό
     κλητική ουτιδανέ ουτιδανή ουτιδανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουτιδανοί οι ουτιδανές τα ουτιδανά
      γενική των ουτιδανών των ουτιδανών των ουτιδανών
    αιτιατική τους ουτιδανούς τις ουτιδανές τα ουτιδανά
     κλητική ουτιδανοί ουτιδανές ουτιδανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουτιδανός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οὐτιδανός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /u.ti.ðaˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ου‐τι‐δα‐νός

  Επίθετο επεξεργασία

ουτιδανός, -ή, -ό

  • (λόγιο, για πρόσωπα) τιποτένιος, μηδαμινός
    ※  Ἐάν δουλωθῆτε, δὲν µένετε πλέον ἥρωες, ἀλλά γίνεσθε καὶ σεῖς καθώς καί οἱ λοιποί δυστυχεῖς ἀδελφοί µας, τούς ὁποίους ὁ πλέον οὐτιδανός Τοῦρκος ἐµπορεῖ ν΄ ἀτιμάσῃ αὐτοὺς, τὰ τέκνα, τὰς γυναῖκας των, νά ξυλοκοπήσῃ ἤ καὶ νά σφάξῃ, καθώς σφάζουσι τὰ ἄλογα κτήνη, χωρίς ἐξέτασιν ἤ κρίσιν.
    (Περιοδικό Ελλοπία, Επιστολή Αδαμάντιου Κοραή προς τους Σουλιώτες, τεύχος 64, Φεβρουάριος - Μάρτιος 2003, σελ. 28) @archive

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία