Δείτε επίσης: ουτιδανός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική οὐτιδανός οὐτιδανή τὸ οὐτιδανόν
      γενική τοῦ οὐτιδανοῦ τῆς οὐτιδανῆς τοῦ οὐτιδανοῦ
      δοτική τῷ οὐτιδαν τῇ οὐτιδαν τῷ οὐτιδαν
    αιτιατική τὸν οὐτιδανόν τὴν οὐτιδανήν τὸ οὐτιδανόν
     κλητική ! οὐτιδανέ οὐτιδανή οὐτιδανόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ οὐτιδανοί αἱ οὐτιδαναί τὰ οὐτιδανᾰ́
      γενική τῶν οὐτιδανῶν τῶν οὐτιδανῶν τῶν οὐτιδανῶν
      δοτική τοῖς οὐτιδανοῖς ταῖς οὐτιδαναῖς τοῖς οὐτιδανοῖς
    αιτιατική τοὺς οὐτιδανούς τὰς οὐτιδανᾱ́ς τὰ οὐτιδανᾰ́
     κλητική ! οὐτιδανοί οὐτιδαναί οὐτιδανᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ οὐτιδανώ τὼ οὐτιδανᾱ́ τὼ οὐτιδανώ
      γεν-δοτ τοῖν οὐτιδανοῖν τοῖν οὐτιδαναῖν τοῖν οὐτιδανοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οὐτιδανός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

οὐτιδανός, -ή, -όν

  1. ανυπόληπτος, ανάξιος λόγου, τιποτένιος
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 231
    δημοβόρος βασιλεύς, ἐπεὶ οὐτιδανοῖσιν ἀνάσσεις·
    τωόντι αχρείους κυβερνάς, λαοφάγε βασιλέα!
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 390
    κωφὸν γὰρ βέλος ἀνδρὸς ἀνάλκιδος οὐτιδανοῖο.
    άστοχον είναι ανδρός δειλού, μηδαμινού το βέλος.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  2. απερίσκεπτος, απρόσεκτος, αδιάφορος

  Πηγές επεξεργασία