ουραίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ουραίος | η | ουραία | το | ουραίο |
γενική | του | ουραίου | της | ουραίας | του | ουραίου |
αιτιατική | τον | ουραίο | την | ουραία | το | ουραίο |
κλητική | ουραίε | ουραία | ουραίο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ουραίοι | οι | ουραίες | τα | ουραία |
γενική | των | ουραίων | των | ουραίων | των | ουραίων |
αιτιατική | τους | ουραίους | τις | ουραίες | τα | ουραία |
κλητική | ουραίοι | ουραίες | ουραία | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ουραίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οὐραῖος < → δείτε τη λέξη οὐρά
Επίθετο
επεξεργασίαουραίος, -α, -ο
- που βρίσκεται ή ανήκει στην ουρά
- → δείτε τις λέξεις κερκοειδής και κερκώδης
- του πίσω μέρους, ραχιαίος, νωτιαίος
Παράγωγα
επεξεργασία- ουραίο (ουδέτερο)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ουραίος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας