• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ουραίο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ουραίο τα ουραία
      γενική του ουραίου των ουραίων
    αιτιατική το ουραίο τα ουραία
     κλητική ουραίο ουραία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ουραίο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ουραίος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ουραίο ουδέτερο

  • (στρατιωτικός όρος) τμήμα του κλείστρου τουφεκίου

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ουραίο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ουραίο&oldid=5727675"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Αυγούστου 2023, στις 05:10

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Αυγούστου 2023, στις 05:10. Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας