γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό caudal caudals
θηλυκό caudale caudales

  Επίθετο

επεξεργασία

caudal (fr)

  1. ουραίος

  Επίθετο

επεξεργασία
  1. ουραίος
  2. σχετικός με το πίσω μέρος, ραχιαίος, νωτιαίος