Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ουγγρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ουγγρικ
ός
η
ουγγρικ
ή
το
ουγγρικ
ό
γενική
του
ουγγρικ
ού
της
ουγγρικ
ής
του
ουγγρικ
ού
αιτιατική
τον
ουγγρικ
ό
την
ουγγρικ
ή
το
ουγγρικ
ό
κλητική
ουγγρικ
έ
ουγγρικ
ή
ουγγρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ουγγρικ
οί
οι
ουγγρικ
ές
τα
ουγγρικ
ά
γενική
των
ουγγρικ
ών
των
ουγγρικ
ών
των
ουγγρικ
ών
αιτιατική
τους
ουγγρικ
ούς
τις
ουγγρικ
ές
τα
ουγγρικ
ά
κλητική
ουγγρικ
οί
ουγγρικ
ές
ουγγρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ουγγρικός
<
Ούγγρος
+
-ικός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
uŋ.ɡɾiˈkos
/
Επίθετο
επεξεργασία
ουγγρικός, -ή, -ό
σχετικός με την
Ουγγαρία
ή τους
Ούγγρους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ουγγρικός
αγγλικά
:
Hungarian
(en)
γαλικιανά
:
húngaro
(gl)
γαλλικά
:
hongrois
(fr)
γερμανικά
:
ungarisch
(de)
δανικά
:
ungarsk
(da)
εσπεράντο
:
hungara
(eo)
ισπανικά
:
húngaro
(es)
ιταλικά
:
ungherese
(it)
καταλανικά
:
hongarès
(ca)
νορβηγικά
:
ungarsk
(no)
ολλανδικά
:
Hongaars
(nl)
ουγγρικά
:
magyar
(hu)
πολωνικά
:
węgierski
(pl)
πορτογαλικά
:
húngaro
(pt)
ρουμανικά
:
maghiar
(ro)
ρωσικά
:
венгерский
(ru)
σλοβακικά
:
maďarský
(sk)
σλοβενικά
:
madžarski
(sl)
σουηδικά
:
ungersk
(sv)
τσεχικά
:
maďarský
(cs)
φινλανδικά
:
unkarilainen
(fi)