οστεολυτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οστεολυτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osteolytic < αρχαία ελληνική ὀστέον / ὀστοῦν + λῠ́σις < λύω
Επίθετο επεξεργασία
οστεολυτικός
- (ιατρική) που έχει σχέση με τη οστεόλυση / οστεολυσία, αναφέρεται σ’ αυτή ή την προκαλεί
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οστεολυτικός