↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οσπριώδης η οσπριώδης το οσπριώδες
      γενική του οσπριώδους της οσπριώδους του οσπριώδους
    αιτιατική τον οσπριώδη την οσπριώδη το οσπριώδες
     κλητική οσπριώδη(ς) οσπριώδης οσπριώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οσπριώδεις οι οσπριώδεις τα οσπριώδη
      γενική των οσπριωδών των οσπριωδών των οσπριωδών
    αιτιατική τους οσπριώδεις τις οσπριώδεις τα οσπριώδη
     κλητική οσπριώδεις οσπριώδεις οσπριώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οσπριώδης < ελληνιστική κοινή ὀσπριώδης[1] < αρχαία ελληνική ὄσπριον + -ώδης

  Επίθετο

επεξεργασία

οσπριώδης

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. ὀσπριώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.