οσπριοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οσπριοειδής | η | οσπριοειδής | το | οσπριοειδές |
γενική | του | οσπριοειδούς* | της | οσπριοειδούς | του | οσπριοειδούς |
αιτιατική | τον | οσπριοειδή | την | οσπριοειδή | το | οσπριοειδές |
κλητική | οσπριοειδή(ς) | οσπριοειδής | οσπριοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οσπριοειδείς | οι | οσπριοειδείς | τα | οσπριοειδή |
γενική | των | οσπριοειδών | των | οσπριοειδών | των | οσπριοειδών |
αιτιατική | τους | οσπριοειδείς | τις | οσπριοειδείς | τα | οσπριοειδή |
κλητική | οσπριοειδείς | οσπριοειδείς | οσπριοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαοσπριοειδής
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οσπριοειδής
|