↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οσπριοειδής η οσπριοειδής το οσπριοειδές
      γενική του οσπριοειδούς* της οσπριοειδούς του οσπριοειδούς
    αιτιατική τον οσπριοειδή την οσπριοειδή το οσπριοειδές
     κλητική οσπριοειδή(ς) οσπριοειδής οσπριοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οσπριοειδείς οι οσπριοειδείς τα οσπριοειδή
      γενική των οσπριοειδών των οσπριοειδών των οσπριοειδών
    αιτιατική τους οσπριοειδείς τις οσπριοειδείς τα οσπριοειδή
     κλητική οσπριοειδείς οσπριοειδείς οσπριοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οσπριοειδής < όσπριο + -ο- + -ειδής

  Επίθετο

επεξεργασία

οσπριοειδής

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία