↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὄσπριον τὰ ὄσπρι
      γενική τοῦ ὀσπρίου τῶν ὀσπρίων
      δοτική τῷ ὀσπρί τοῖς ὀσπρίοις
    αιτιατική τὸ ὄσπριον τὰ ὄσπρι
     κλητική ! ὄσπριον ὄσπρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀσπρίω
γεν-δοτ τοῖν  ὀσπρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὄσπριον < ὄσπρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὄσπριον (και ὄσπρεον)

  1. όσπριο
  2. (συνήθως πληθυντικός) οι αποξηραμένοι σπόροι διαφόρων φυτών (κύαμος, φασίολος)
    κυάμους δὲ οὔτε τι μάλα σπείρουσι Αἰγύπτιοι ἐν τῇ χώρῃ, τούς τε γινομένους οὔτε τρώγουσι οὔτε ἕψοντες πατέονται, οἱ δὲ δὴ ἱρέες οὐδὲ ὁρέοντες ἀνέχονται, νομίζοντες οὐ καθαρὸν εἶναί μιν ὄσπριον. (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, 2, 37)
    ἐνταῦθα εἶχον τὰ ἐπιτήδεια ὅσα ἐστὶν ἀγαθά, ἱερεῖα, σῖτον, οἴνους παλαιοὺς εὐώδεις, ἀσταφίδας, ὄσπρια παντοδαπά (Ξενοφών, Κύρου Ανάβασις, 4, 4, 9)
  3. (πληθυντικός) λαχανικά

Συγγενικά

επεξεργασία