οπτήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οπτήρας | οι | οπτήρες |
γενική | του | οπτήρα | των | οπτήρων |
αιτιατική | τον | οπτήρα | τους | οπτήρες |
κλητική | οπτήρα | οπτήρες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οπτήρας < αρχαία ελληνική ὀπτήρ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική vigie[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοπτήρας αρσενικό
- (ναυτικός όρος) ναύτης που εποπτεύει τη θάλασσα για τον έγκαιρο εντοπισμό άλλων πλοίων, διαφόρων κινδύνων κ.λπ., δίνοντας τις κατάλληλες αναφορές στους αξιωματικούς ή στον καπετάνιο του πλοίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ οπτήρας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)