Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οπτήρας οι οπτήρες
      γενική του οπτήρα των οπτήρων
    αιτιατική τον οπτήρα τους οπτήρες
     κλητική οπτήρα οπτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπτήρας < αρχαία ελληνική ὀπτήρ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική vigie[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οπτήρας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. οπτήραςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)