ὀπτήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὀπτήρ | οἱ | ὀπτῆρες |
γενική | τοῦ | ὀπτῆρος | τῶν | ὀπτήρων |
δοτική | τῷ | ὀπτῆρῐ | τοῖς | ὀπτῆρσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | ὀπτῆρᾰ | τοὺς | ὀπτῆρᾰς |
κλητική ὦ! | ὀπτήρ | ὀπτῆρες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀπτῆρε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀπτήροιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὀπτήρ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὀπτήρ, -ῆρος αρσενικό
- αυτός που κοιτάζει ή κατασκοπεύει, κατάσκοπος, σπιούνος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 430)
- ὀπτῆρας δὲ κατὰ σκοπιὰς ὄτρυνα νέεσθαι.
- έστειλα ακόμη και σκοπούς στις γύρω βίγλες να φυλάνε
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 430)
- αυτόπτης μάρτυρας
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὀπτήρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀπτήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.