↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀπτήρ οἱ ὀπτῆρες
      γενική τοῦ ὀπτῆρος τῶν ὀπτήρων
      δοτική τῷ ὀπτῆρ τοῖς ὀπτῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ὀπτῆρ τοὺς ὀπτῆρᾰς
     κλητική ! ὀπτήρ ὀπτῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀπτῆρε
γεν-δοτ τοῖν  ὀπτήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀπτήρ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὀπτήρ, -ῆρος αρσενικό

  1. αυτός που κοιτάζει ή κατασκοπεύει, κατάσκοπος, σπιούνος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 430)
    ὀπτῆρας δὲ κατὰ σκοπιὰς ὄτρυνα νέεσθαι.
    έστειλα ακόμη και σκοπούς στις γύρω βίγλες να φυλάνε
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
  2. αυτόπτης μάρτυρας

Συγγενικά

επεξεργασία