vigie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
vigie | vigies |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαvigie (fr) θηλυκό
- (ναυτικός όρος) ρηχός βυθός ή ύφαλος· σημαδούρα που δείχνει κάτι τέτοιο
- (παρωχημένο) επιτηρητής σε μια ακτή που επιτηρεί την θαλάσσια κίνηση
- η επιτήρηση της θάλασσας από έναν ναύτη που βρίσκεται σε ένα ψηλό μέρος ενός πλοίου
- χώρος επιτήρησης των οδηγών τρένων