Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Μετοχή επεξεργασία

δίνοντας άκλιτο

  • μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος δίνω
    Εκλεισαν την συμφωνία δίνοντας τα χέρια.
    Τον έβριζε δίνοντάς του και σπρωξιές -επενέβη τελικά η αστυνομία, δίνοντας τέλος στον καβγά.