δίνοντας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαδίνοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος δίνω
- ⮡ Εκλεισαν την συμφωνία δίνοντας τα χέρια.
- ⮡ Τον έβριζε δίνοντάς του και σπρωξιές -επενέβη τελικά η αστυνομία, δίνοντας τέλος στον καβγά.