δίνοντας άκλιτο

  • μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος δίνω
    ⮡  Εκλεισαν την συμφωνία δίνοντας τα χέρια.
    ⮡  Τον έβριζε δίνοντάς του και σπρωξιές -επενέβη τελικά η αστυνομία, δίνοντας τέλος στον καβγά.