↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομοιοκάταρκτος η ομοιοκάταρκτη το ομοιοκάταρκτο
      γενική του ομοιοκάταρκτου της ομοιοκάταρκτης του ομοιοκάταρκτου
    αιτιατική τον ομοιοκάταρκτο την ομοιοκάταρκτη το ομοιοκάταρκτο
     κλητική ομοιοκάταρκτε ομοιοκάταρκτη ομοιοκάταρκτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομοιοκάταρκτοι οι ομοιοκάταρκτες τα ομοιοκάταρκτα
      γενική των ομοιοκάταρκτων των ομοιοκάταρκτων των ομοιοκάταρκτων
    αιτιατική τους ομοιοκάταρκτους τις ομοιοκάταρκτες τα ομοιοκάταρκτα
     κλητική ομοιοκάταρκτοι ομοιοκάταρκτες ομοιοκάταρκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ομοιοκάταρκτος < αρχαία ελληνική ὁμοιοκάταρκτος < ὅμοιος + -ο- + κατά + ἄρχω

  Επίθετο

επεξεργασία

ομοιοκάταρκτος, -η, -ο

  1. που έχει την ίδια αρχή, που ξεκινάει με τις ίδιες συλλαβές ή λέξεις
    Δεύτερον, εμπεριέχει την αρχή της λέξης «λοβιτούρα», η οποία, ως γνωστόν, λείπει από το σύστημα υγείας όσο λείπει κι ο Μάρτης από τη Σαρακοστή. Τρίτον, το περί ου ο λόγος όνομα είναι ομοιοκάταρκτο με τη λοβοτομή που είμαστε αναγκασμένοι να υποστούμε, για να αντέξουμε τους ακατάσχετους αυτοεπαίνους όλων των έως τώρα υπουργών Υγείας. (*)
  2. (φιλολογία) → δείτε τη λέξη ομοιοκάταρκτο (ουσιαστικοποιημένο)

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία