ομοιοκάταρκτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομοιοκάταρκτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ομοιοκάταρκτος < αρχαία ελληνική ὁμοιοκάταρκτος < ὅμοιος (ομοιο-_ + κατά (κάτ-) + ἄρχω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ομοιοκάταρκτο ουδέτερο
- (φιλολογία) λογοτεχνικό σχήμα, κατά το οποίο δύο ή περισσότερες φράσεις, στίχοι ή λέξεις αρχίζουν με την ίδια συλλαβή ή τους ίδιους φθόγγους
- ※ Ποτάμι νεπλημμύρισε, σε περιβόλι μπαίνει, / ποτίζει δέντρ' αρίθμητα, μηλιές και κυπαρίσσια. (*)
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ομοιοκάταρκτο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ομοιοκάταρκτο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ομοιοκάταρκτος