Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολοκάθαρος η ολοκάθαρη το ολοκάθαρο
      γενική του ολοκάθαρου της ολοκάθαρης του ολοκάθαρου
    αιτιατική τον ολοκάθαρο την ολοκάθαρη το ολοκάθαρο
     κλητική ολοκάθαρε ολοκάθαρη ολοκάθαρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολοκάθαροι οι ολοκάθαρες τα ολοκάθαρα
      γενική των ολοκάθαρων των ολοκάθαρων των ολοκάθαρων
    αιτιατική τους ολοκάθαρους τις ολοκάθαρες τα ολοκάθαρα
     κλητική ολοκάθαροι ολοκάθαρες ολοκάθαρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολοκάθαρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὁλοκάθαρος. Συγχρονικά αναλύεται σε ολο- + καθαρ(ός) + -ος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.loˈka.θa.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐λο‐κά‐θα‐ρος

  Επίθετο επεξεργασία

ολοκάθαρος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)

  Μεταφράσεις επεξεργασία