ολοκάθαρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ολοκάθαρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὁλοκάθαρος. Συγχρονικά αναλύεται σε ολο- + καθαρ(ός) + -ος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.loˈka.θa.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λο‐κά‐θα‐ρος
Επίθετο επεξεργασία
ολοκάθαρος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
- (επιτατικό επίθετο) συνώνυμο του πεντακάθαρος: που είναι τελείως καθαρός (κυριολεκτικά και μεταφορικά)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ολοκάθαρος
|