ολιγοτροφικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ολιγοτροφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική oligotrophic[1] + -ικός < αρχαία ελληνική ὀλίγος (ολιγο-) + (τρέφω) τροφ- + -ικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.li.ɣo.tɾo.fiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λι‐γο‐τρο‐φι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
ολιγοτροφικός, -ή, -ό
Αντώνυμα επεξεργασία
επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ολιγοτροφικός
επεξεργασία
- ↑ ολιγοτροφικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)