οκτανόλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οκτανόλη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική octanol < octa- + alcohol < αρχαία ελληνική οκτώ + μεσαιωνική λατινική alkohol < αραβική اَلْكُحْل (al-kuḥl, αντιμόνιο) ή αραβική غول (ḡūl) (δαίμονας της ερήμου, άσχημη επίδραση, πονοκέφαλος, καταστροφή)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοκτανόλη θηλυκό
- (χημεία) αλκοόλη με μοριακό τύπο C8H17OH (ή C8H18O). Είναι ένα άχρωμο, εύφλεκτο υγρό με χαρακτηριστική οσμή. Αποτελεί σημαντικό συστατικό της βενζίνης και χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες άλλες εφαρμογές, όπως στην παραγωγή καλλυντικών και φαρμάκων
Δείτε επίσης
επεξεργασία- octanol στην αγγλική Βικιπαίδεια