↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οικοδομοτεχνικός η οικοδομοτεχνική το οικοδομοτεχνικό
      γενική του οικοδομοτεχνικού της οικοδομοτεχνικής του οικοδομοτεχνικού
    αιτιατική τον οικοδομοτεχνικό την οικοδομοτεχνική το οικοδομοτεχνικό
     κλητική οικοδομοτεχνικέ οικοδομοτεχνική οικοδομοτεχνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οικοδομοτεχνικοί οι οικοδομοτεχνικές τα οικοδομοτεχνικά
      γενική των οικοδομοτεχνικών των οικοδομοτεχνικών των οικοδομοτεχνικών
    αιτιατική τους οικοδομοτεχνικούς τις οικοδομοτεχνικές τα οικοδομοτεχνικά
     κλητική οικοδομοτεχνικοί οικοδομοτεχνικές οικοδομοτεχνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οικοδομοτεχνικός < οικοδομή + -ο- + τεχνικός

  Επίθετο

επεξεργασία

οικοδομοτεχνικός

  1. (λόγιο) που έχει σχέση με την οικοδομική και την τεχνική ή αναφέρεται σ’ αυτές
  2. (ουσιαστικοποιημένο) οικοδομοτεχνικά: τα σχετικά επαγγέλματα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία