Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ογδοηκονταετηρίδα οι ογδοηκονταετηρίδες
      γενική της ογδοηκονταετηρίδας των ογδοηκονταετηρίδων
    αιτιατική την ογδοηκονταετηρίδα τις ογδοηκονταετηρίδες
     κλητική ογδοηκονταετηρίδα ογδοηκονταετηρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ογδοηκονταετηρίδα < καθαρεύουσα ὀγδοηκονταετηρίς < αρχαία ελληνική ὀγδοήκοντα + ἐτηρίς (κατ’ αναλογία προς τα αρχαιοελληνικά πεντηκονταετηρίς, τριετηρίς, διετηρίς κ.λπ.)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ογδοηκονταετηρίδα θηλυκό

  1. (λόγιο) περίοδος ογδόντα ετών
  2. (λόγιο) επέτειος ογδόντα ετών από ένα σημαντικό γεγονός
    ※  Προσφώνηση του Προέδρου της Βʹ Τάξεως, Καμπούρογλου Δ., στη Συνεδρία της 28ης Φεβρουαρίου 1929, η οποία ήταν αφιερωμένη στο έργο του ακαδημαϊκού και καθηγητού Πανεπιστημίου κ. Γ. Ν. Χατζηδάκι, για την ογδοηκονταετηρίδα του. (*)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία