διετηρίς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διετηρίς | αἱ | διετηρίδες |
γενική | τῆς | διετηρίδος | τῶν | διετηρίδων |
δοτική | τῇ | διετηρίδῐ | ταῖς | διετηρίσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | διετηρίδᾰ | τὰς | διετηρίδᾰς |
κλητική ὦ! | διετηρίς* | διετηρίδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διετηρίδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διετηρίδοιν | ||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διετηρίς < αρχαία ελληνική δίς + ελληνιστική κοινή ἐτηρίς < αρχαία ελληνική ἔτος
Ουσιαστικό επεξεργασία
διετηρίς θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- διετηρίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.