↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διετηρίς αἱ διετηρίδες
      γενική τῆς διετηρίδος τῶν διετηρίδων
      δοτική τῇ διετηρίδ ταῖς διετηρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διετηρίδ τὰς διετηρίδᾰς
     κλητική ! διετηρίς* διετηρίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διετηρίδε
γεν-δοτ τοῖν  διετηρίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διετηρίς < αρχαία ελληνική δίς + ελληνιστική κοινή ἐτηρίς < αρχαία ελληνική ἔτος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διετηρίς θηλυκό