ξηρόφιλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξηρόφιλος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική xerophile < αρχαία ελληνική ξηρός + -φιλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ksiˈɾo.fi.los/
Επίθετο
επεξεργασίαξηρόφιλος, -ή, -ο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ξηροφιλικός
- → δείτε τις λέξεις ξηρός και φίλος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ξηρόφιλος στη Βικιπαίδεια